- καταλύομαι
- καταλύομαι, καταλύθηκα βλ. πίν. 6
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταλύομαι — καταλύω put down pres ind mp 1st sg (epic) καταλύ̱ομαι , καταλύω put down pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύω — (AM καταλύω) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω 3. τρώγω κατ εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμη νεοελλ. 1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση 2 … Dictionary of Greek
συνδιαλύω — ΜΑ παθ. συνδιαλύομαι α) διαλύομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον αρχ. 1. καταπαύω κάτι μαζί με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.) 2. μέσ. συνεισφέρω και εγώ στην… … Dictionary of Greek